- αἰδεῖται
- αἰδέομαιto be ashamedpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύντατος — άτη, ον (Α) αισχρότατος, αναιδέστατος («καὶ ὅτις μάλα κύντατος ἀνδρῶν ξεινίου αἰδεῑται Ζηνός θέμιν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετ. τ. επιθ. < κύων, σχηματισμένος με την κατάλ. τατος] … Dictionary of Greek